- μώλεια
- μώλεια, τά, an Arcadian festival, Sch.A.R.1.164.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μώλεια — μώλεια, τὰ (Α) εορτή στους Αρκάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μώλος ΙΙ] … Dictionary of Greek
μώλεια — neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μώλος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 45 μ., 3.203 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λοκρίδας του νομού Φθιώτιδας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 139 κάτ.) της Κέρκυρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek